Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Ξ

Wikisanakirjasta

Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka

ξα[muokkaa]

ξαγ[muokkaa]

ξάγι - ξαγκίστρωμα - ξαγνάντεμα - ξαγναντευτής - ξάγναντο - ξαγορά - ξαγοράρης - ξαγόρεμα - ξαγορευτής - ξαγρύπνημα - ξαγρύπνια - ξαγρύπνισμα

ξαδ[muokkaa]

ξαδέλφη - ξάδελφος - ξαδέρφη - ξαδέρφι - ξάδερφος - ξαδερφοσύνη - ξαδερφούλα - ξαδερφούλης

ξακ[muokkaa]

ξακρίδι - ξάκρισμα

ξαλ[muokkaa]

ξαλάφρωμα

ξαν[muokkaa]

ξαναγύρισμα - ξαναζωντάνεμα - ξανακύλημα - ξανακύλισμα - ξάναμμα - ξανάνιωμα - ξανάντωμα - ξαναρχίνισμα - ξανάσασμα - ξανασμίξιμο - ξανατύπωμα - ξάνθισμα - ξανθογένης - ξανθόθριξ - ξανθοκυανωπία - ξανθοκύτταρο - ξανθομάλλα - ξανθομάλλικο - ξανθομαλλού - ξανθομαλλούσα - ξανθομπούμπουρας - ξανθοπώγων - ξανθότητα - ξανθούλα - ξανθοφύλλη - ξανθοψία - ξάνθωμα - ξάνιον - ξάνοιγμα - ξάνσις - ξαντήριο - ξάντης - ξαντίμεμα - ξαντιμεμός - ξάντρια

ξαπ[muokkaa]

ξάπλα - ξάπλωμα - ξαπλωσιά - ξαπλώστρα - ξαπλωταριά - ξαπλωταριό - ξαπλωτήρα - ξαπόσταμα

ξαρ[muokkaa]

ξαράχνιασμα - ξάργητα - ξαρμάτωμα - ξαρμύρισμα - ξάρτι - ξάρτια

ξασ[muokkaa]

ξάσμα - ξάσπρισμα - ξαστεριά - ξαστέρωμα - ξαστόχημα - ξαστοχιά

ξαφ[muokkaa]

ξάφνιασμα - ξάφνισμα - ξαφνισμός - ξάφρισμα

ξε[muokkaa]

ξεβ[muokkaa]

ξέβαμμα - ξεβάσκαμα - ξέβγα - ξέβγαλμα - ξέβγασμα - ξεβίδωμα - ξεβλάσταρο - ξεβλαστάρωμα - ξεβοτάνισμα - ξεβούλωμα - ξεβράκωμα - ξεβράκωτη - ξέβρασμα - ξεβρόμισμα

ξεγ[muokkaa]

ξεγάντζωμα - ξέγδαρμα - ξεγέλασμα - ξεγελαστής - ξεγελάστρα - ξεγέννημα - ξεγλίστρημα - ξεγνοιασιά - ξέγνοιασμα - ξεγοφιάρα - ξεγοφιάρης - ξεγόφιασμα - ξεγύμνωμα - ξεγύρισμα

ξεδ[muokkaa]

ξεδιάλεγμα - ξεδιάλυμα - ξεδιαντροπιά - ξεδικιωμός - ξεδικιωτής - ξεδίπλωμα - ξεδίψασμα - ξέδομα - ξεδόντιασμα

ξεζ[muokkaa]

ξέζεμα - ξεζούμισμα - ξέζωσμα

ξεθ[muokkaa]

ξέθαμα - ξεθαμός - ξεθάρρεμα - ξεθάψιμο - ξεθεμέλιωμα - ξεθεμελιωτής - ξεθέωμα - ξεθύμασμα - ξεθώριασμα

ξει[muokkaa]

ξεΐδρωμα

ξεκ[muokkaa]

ξεκαβαλίκεμα - ξεκαθάρισμα - ξεκάκιωμα - ξεκαλοκαίριασμα - ξεκαλούπωμα - ξεκάλτσωμα - ξέκαμα - ξεκάμπισμα - ξεκάμωμα - ξεκαπάκωμα - ξεκαπέλωμα - ξεκαπίστρωμα - ξεκάπνισμα - ξεκάρφωμα - ξεκατίνιασμα - ξεκίνημα - ξεκινητής - ξεκλείδωμα - ξεκλήρισμα - ξεκλώσημα - ξεκοκάλισμα - ξεκόλλημα - ξεκολλημός - ξεκούμπισμα - ξεκούραση - ξεκούρασμα - ξεκούτιασμα - ξεκρέμασμα - ξεκώλωμα

ξελ[muokkaa]

ξελάιμιασμα - ξελάκκωμα - ξελαρύγγιασμα - ξελαρύγγισμα - ξελασκάρισμα - ξελάσπωμα - ξελάφρωμα - ξελέπισμα - ξελίγωμα - ξελόγιασμα - ξελογιαστής - ξελογιάστρα

ξεμ[muokkaa]

ξεμαγάρισμα - ξεμάλλιασμα - ξεμαντάλωμα - ξεμασκαλίδι - ξεμασκάλισμα - ξεμάτιασμα - ξεμαύλισμα - ξεμαυλιστής - ξεμαυλίστρα - ξεμονάχιασμα - ξεμούδιασμα - ξεμούχλιασμα - ξεμπαρκάρισμα - ξεμπέρδεμα - ξεμπερδεμός - ξεμπλοκάρισμα - ξεμπουκάρισμα - ξεμπράτσωμα - ξεμπρόστιασμα - ξεμυάλισμα - ξεμυαλιστής - ξεμυαλίστρα - ξεμώραμα

ξεν[muokkaa]

ξένα - ξενάγηση - ξεναγός - ξενέρισμα - ξένη - ξενηλασία - ξενηλάτης - ξενία - ξενισμός - ξενιστής - ξενιτεμός - ξενιτιά - ξένο - ξενογαμία - ξενογλωσσία - ξενοδουλευτής - ξενοδουλεύτρα - ξενοδόχα - ξενοδοχείο - ξενοδόχος - ξενοδοχοϋπάλληλος - ξενοιασιά - ξένοιασμα - ξενοίκιασμα - ξενοκληρία - ξενοκρατία - ξενολάτρης - ξενολατρία - ξενομανία - ξενομερίτης - ξενομερίτισσα - ξένον - ξενορεξία - ξένος - ξενοτροπία - ξενοτροπισμός - ξενοφιλία - ξενοφοβία - ξεντέρισμα - ξενύχιασμα - ξενυχτάδικο - ξενύχτης - ξενύχτι - ξενύχτισμα - ξενύχτισσα - ξενών - ξενώνως

ξεπ[muokkaa]

ξεπάγιασμα - ξεπαρθένεμα - ξεπαρθενευτής - ξεπάστρεμα - ξεπάτωμα - ξεπέζεμα - ξεπέρασμα - ξέπεσμα - ξεπεσμός - ξεπέτα - ξεπέταγμα - ξεπεταρόνι - ξεπεταρούδι - ξεπλάνεμα - ξεπλάτισμα - ξέπλεγμα - ξέπλυμα - ξεποδάριασμα - ξεπόρτισμα - ξεπούλημα - ξεπουπούλιασμα - ξεπροβάδισμα

ξερ[muokkaa]

ξέρα - ξεράδι - ξέρακας - ξέρασμα - ξερατό - ξερή - ξέρη - ξεριάς - ξερίζωμα - ξεριζωμός - ξερό]] - ξερόβηχας - ξεροβόρι - ξεροβούνι - ξερόβρυση - ξερόκαμπος - ξεροκεφαλιά - ξεροκοκκίνισμα - ξεροκόμματο - ξερολίθι - ξερολιθιά - ξερονήσι - ξεροπήγαδο - ξεροπόταμο - ξεροπόταμος - ξεροστάλιασμα - ξεροσφύρι - ξεροτηγανίδι - ξεροτηγάνισμα - ξεροτήγανο - ξερότοπος - ξεροφαγία - ξερόφυλλο - ξεροχόρταρο - ξερόχορτο - ξεροψήσιμο - ξερόψωμο - ξερσίλα - ξέρω

ξεσ[muokkaa]

ξεσαβούρωμα - ξεσαμάρωμα - ξεσέλωμα - ξεσήκωμα - ξεσηκωμός - ξέσις - ξεσκάλισμα - ξεσκάλωμα - ξεσκαρτάρισμα - ξέσκασμα - ξεσκέπασμα - ξέσκισμα - ξεσκλάβωμα - ξεσκόλισμα - ξεσκόνισμα - ξεσκονιστήρι - ξεσκονίστρα - ξεσκονόπανο - ξεσκούντημα - ξεσκούριασμα - ξεσπάθωμα - ξέσπασμα - ξεσπίτωμα - ξεσπόριασμα - ξεστάχυασμα - ξεστήρ - ξεστούπωμα - ξέστρα - ξεστράβωμα - ξεστράτισμα - ξέστρον - ξέστρωμα - ξεσυνέριο - ξεσυνέριση - ξεσυνέρισμα

ξετ[muokkaa]

ξετέντωμα - ξετιμητής - ξετίναγμα - ξετρύπωμα - ξετσίπωμα - ξετσιπωσιά - ξετυλιγάδι - ξετύλιγμα

ξευ[muokkaa]

ξευτίλας

ξεφ[muokkaa]

ξεφάντωμα - ξεφάντωση - ξεφαντωτής - ξεφήσημα - ξεφλούδισμα - ξεφορμάρισμα - ξεφόρτωμα - ξεφούρνισμα - ξεφούσκωμα - ξέφραγμα - ξεφτέρι - ξεφτέρια - ξέφτι - ξεφτίδι - ξεφτίλα - ξεφτίλας - ξέφτισμα - ξεφύλλισμα - ξεφύτρωμα - ξεφωνητό - ξέφωτο

ξεχ[muokkaa]

ξεχαρβάλωμα - ξεχασιά - ξεχείλισμα - ξεχείλωμα - ξεχειμαδιό - ξεχειμώνιασμα - ξεχείριασμα - ξεχέρσωμα - ξεχόλιασμα - ξεχορτάριασμα - ξεχρέωμα - ξεχώρισμα

ξεψ[muokkaa]

ξεψάχνισμα - ξεψείρισμα - ξεψύχισμα - ξεψυχισμός

ξη[muokkaa]

ξηγ[muokkaa]

ξηγητής - ξηγήτρα

ξηλ[muokkaa]

ξήλωμα

ξημ[muokkaa]

ξημαρισιά - ξημαρόλογια - ξημέρωμα

ξηρ[muokkaa]

ξηρά - ξήρανση - ξηρασία - ξηροδερμία - ξηροκαλλιέργεια - ξηροκλίβανος - ξηρολιθοδομή - ξηρόπισσα - ξηροστομία - ξηρότης - ξηρότητα - ξηροφαγία - ξηροφθαλμία - ξηρόφυτα

ξι[muokkaa]

ξι

ξιγ[muokkaa]

ξίγκι

ξιδ[muokkaa]

ξίδι - ξιδοβάρελο

ξικ[muokkaa]

ξικισμός

ξιν[muokkaa]

ξινάρι - ξινήθρα - ξινίλα - ξίνισμα - ξινόγαλα - ξινόγαλο - ξινοκέρασο - ξινομηλιά - ξινόμηλο

ξιπ[muokkaa]

ξιπασιά - ξίπασμα - ξιπολησιά

ξιφ[muokkaa]

ξιφασκία - ξιφίας - ξιφίδιο - ξιφιός - ξιφισμός - ξιφοθήκη - ξιφολόγχη - ξιφολόγψη - ξιφομαχία - ξιφομάχος - ξιφοποιός - ξίφος - ξιφούλκηση

ξο[muokkaa]

ξοα[muokkaa]

ξόανο

ξοβ[muokkaa]

ξόβεργα

ξοδ[muokkaa]

ξόδεμα - ξοδεμός - ξοδευτής - ξοδεύτρα - ξόδεψη - ξόδι - ξόδιαση - ξόδιασμα - ξοδιασμός - ξοδιαστής - ξοδιάστρα

ξολ[muokkaa]

ξολοθρεμός

ξομ[muokkaa]

ξομολόγημα - ξομολόγηση - ξομολογητής - ξομολόγος - ξόμπλι - ξόμπλιασμα - ξομπλιάστρα

ξορ[muokkaa]

ξόρκι - ξόρκισμα - ξορκισμένος - ξορκισμός - ξορκιστής - ξορκίστρα

ξου[muokkaa]

ξούρα - ξουράφι - ξούρος

ξοφ[muokkaa]

ξόφλημα - ξόφληση

ξυ[muokkaa]

ξυγ[muokkaa]

ξύγκι

ξυλ[muokkaa]

ξυλαγγουριά - ξυλάγγουρο - ξυλάδικο - ξυλάκι - ξυλάλευρο - ξυλάνθρακας - ξυλαποθήκη - ξυλάρας - ξυλαρμογή - ξυλάς - ξυλεία - ξυλεμπόριο - ξυλέμπορος - ξύλευσις - ξύλημα - ξυλιά - ξύλιασμα - ξυλική - ξυλίκι - ξύλισμα - ξύλο - ξυλόβιδα - ξυλοβιομηχανία - ξυλογλυπτική - ξυλόγλυπτο - ξυλογλυφία - ξυλογνωσία - ξυλογράφημα - ξυλογραφία - ξυλογράφος - ξυλοδαρμός - ξυλόδεμα - ξυλοδεσιά - ξυλόδεσμος - ξυλόδρομος - ξυλοθραύστης - ξυλοκάρβουνο - ξυλοκάρφι - ξυλόκαρφο - ξυλόκαστρο - ξυλοκερατική - ξυλοκέρατο - ξυλόκολλα - ξυλοκόπημα - ξυλοκόπος - ξυλόκοτα - ξυλοκρέβατο - ξυλομετρία - ξυλόμετρο - ξυλομπογιά - ξυλοπάπουτσο - ξυλοπέδιλο - ξυλόπισσα - ξυλόπνευμα - ξυλοπόδαρο - ξυλοποικιλτική - ξυλοσκεπή - ξυλοσκίστης - ξυλοσοφία - ξυλόσπιτο - ξυλοστάτης - ξυλόστρωση - ξυλόσφυρα - ξυλοσχίστης - ξυλότοιχος - ξυλουργείο - ξυλουργία - ξυλουργός - ξυλοφόρτωμα - ξυλόφωνο - ξύλωση

ξυν[muokkaa]

ξυνό - ξυνωρίδα

ξυπ[muokkaa]

ξύπνημα - ξυπνημός - ξυπνητήρι - ξυπνητούρια - ξύπνο - ξυπνοπούλι - ξύπνος - ξυπολυσιά

ξυρ[muokkaa]

ξυραφάκι - ξυράφι - ξυραφιά - ξυράφισμα - ξύρισμα - ξυρόν - ξυρός

ξυσ[muokkaa]

ξύση - ξυσιά - ξυσιματιά - ξύσιμο - ξύσμα - ξυσμάρα - ξυσούρα - ξυστήρι - ξύστης - ξύστρα - ξυστρί - ξύστρισμα - ξύστρον

ξωθ[muokkaa]

ξωθιά - ξώθυρα

ξωκ[muokkaa]

ξωκλήσι

ξωμ[muokkaa]

ξωμάχος - ξωμερίτης - ξωμερίτισσα

ξωπ[muokkaa]

ξώπορτα

ξωτ[muokkaa]

ξωτάρα - ξωτάρης - ξωτάρισσα - ξωτικό

ξωφ[muokkaa]

ξώφυλλο