Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Θ
Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka
Θ[muokkaa]
θα[muokkaa]
θαλ[muokkaa]
θαλαμάρχης - θαλάμη - θαλαμηγός - θαλαμίσκος - θαλαμοντόγκ - θάλαμος - θαλαμόσκυλο - θαλαμοφύλακας - θάλασσα - θαλασσαετός - θαλασσαιμία - θαλασσαϊτός - θαλασσασφάλεια - θαλάσσερμα - θαλασσίλα - θαλάσσιο ρεύμα - θαλασσόβραχος - θαλασσογραφία - θαλασσογράφος - θαλασσοδαρμός - θαλασσοκράτειρα - θαλασσοκρατία - θαλασσοκράτορας - θαλασσοκρατορία - θαλασσόλυκος - θαλασσομαχητό - θαλασσομαχία - θαλασσομάχος - θαλασσόνερο - θαλασσοπλοϊα - θαλασσοπνίξιμο - θαλασσοποίηση - θαλασσοπόρος - θαλασσοπούλι - θαλασσοσπηλιά - θαλασσοταραχή - θαλασσοφοβία - θαλασσόχορτο - θαλάσσωμα - θαλερότητα - θαλιδομίδη - θάλλιο - θαλλός - θαλλόφυτα - θαλπερότητα - θάλπος - θαλπωρή
θαμ[muokkaa]
θάμα - θάμασμα - θάμβος - θάμβωμα - θάμνος - θαμπάδα - θαμπόγυαλο - θάμπος - θάμπωμα - θαμώνας
θαν[muokkaa]
θανατάς - θανατοποινίτης - θανατοποινίτισσα - θάνατος - θανατοφιλία - θανατοφοβία - θανάτωση - θανή
θαρ[muokkaa]
θαυ[muokkaa]
θαύμα - θαυμασμός - θαυμαστής - θαυμαστικό - θαυμάστρια - θαυματοποιία - θαυματοποιός - θαυματουργία
θαψ[muokkaa]
θε[muokkaa]
θεα[muokkaa]
θέα - θεά - θεαθήναι - θέαινα - θέαμα - θεαματικότητα - θεανθρωπισμός - θεάνθρωπος - θέαση - θεατής - θεατράκι - θεατράνθρωπος - θεατρικογράφος - θεατρίνα - θεατρινισμός - θεατρίνος - θεατρισμός - θέατρο - θεατρολογία - θεατρολόγος - θεατρομανία - θεατρώνης
θει[muokkaa]
θεια - θεία - θειάφι - θειάφισμα - θειαφιστήρι - θειαφοκέρι - θείο - θείον - θειοπηγή - θειος - θείος - θειότητα - θεϊσμός - θεϊστής - θείτσα - θειωρυχείο - θείωση
θελ[muokkaa]
θέλγητρο - θέλγητρον - θέλημα - θεληματάρης - θεληματίας - θέληση - θέλησις - θελιά
θεμ[muokkaa]
θέμα - θεματογραφία - θεματολογία - θεματολόγιο - θεματοφύλακας - θεματοφύλαξ - θεμέλιο - θεμέλιωμα - θεμελίωση - θεμελίωσις - θεμελιωτής - θέμελο - θεμιστοπόλος
θεο[muokkaa]
θεογεννήτορας - θεογεννήτρα - θεογεννήτρια - θεογνωσία - θεογονία - θεοδικία - θεοδόλιχος - θεοκαπηλία - θεοκρασία - θεοκράτης - θεοκρατία - θεοκρισία - θεοληψία - θεολόγος - θεομαχία - θεομηνία - θεομπαίχτης - θεομπαίχτρα - θεοπνευστία - θεοποίηση - θεός - θεοσέβεια - θεοσκόταδο - θεοσοφία - θεοσοφισμός - θεοσοφιστής - θεοσοφίστρια - θεότης - θεότητα - θεοτόκιο - θεουργία - θεουργός - θεούσα - θεοφαγία - θεοφάνεια
θερ[muokkaa]
θεράπαινα - θεραπαινίδα - θεραπαινίς - θεραπεία - θεραπευτήριο - θεραπευτής - θεραπευτική - θεραπεύτρια - θεράπων - θέρετρο - θεριακλής - θεριακλίδισσα - θεριακλίκι - θεριακλού - θέριεμα - θεριό - θέρισμα - θερισμός - θεριστής - θερίστρα - θερίστρια - θερμαισθησία - θέρμανση - θερμαντικότητα - θερμασιά - θερμαστής - θερμάστρα - θέρμη - θερμηλασία - θερμίδα - θερμιδομετρία - θερμιδόμετρο - θερμίστορ - θερμοαιμία - θερμοαισθησία - θερμοβαθογράφος - θερμογονία - θερμογράφος - θερμοδυναμική - θερμοηλεκτρισμός - θερμοθεραπεία - θερμοκαυτήρας - θερμοκαυτηρίαση - θερμοκήπιο - θερμοκλιματισμός - θερμοκοιτίδα - θερμοκρασία - θερμόλουτρο - θερμόλυση - θερμομαγνητισμός - θερμομέτρηση - θερμομετρία - θερμόμετρο - θερμομόνωση - θερμομόρφωση - θερμοπεριοδισμός - θερμοπηγή - θερμοπίδακας - θερμοπληξία - θερμοπομπός - θερμορύθμιση - θερμοσίφωνας - θερμοσίφωνο - θερμοσκόπιο - θερμοστάτης - θερμοσυσσώρευση - θερμοσυσσωρευτής - θερμότητα - θερμοτροπία - θερμοτροπισμός - θερμοφοβία - θερμοφόρα - θερμοφωσφορισμός - θερμοχημεία - θερμοχωρητικότητα - θέρος - θερσίτης - θερφοφόρος
θεσ[muokkaa]
θέση - θεσιθήρας - θεσιθηρία - θεσμοθεσία - θεσμοθέτης - θεσμοθέτηση - θεσμός - θεσμοφύλακας - θεσούλα - θέσπιση - θέσπισις - θέσπισμα - θέσφατο
θετ[muokkaa]
θετικισμός - θετικιστής - θετικίστρια - θετικότητα
θεω[muokkaa]
θεωρείο - θεώρημα - θεώρηση - θεωρητής - θεωρητικολογία - θεωρητικός - θεωρικά - θεωρός
θηκ[muokkaa]
θηλ[muokkaa]
θήλασμα - θηλασμός - θηλαστικά - θηλαστικό - θήλαστρο - θήλαστρον - θήλεια - θηλεοποίηση - θηλή - θηλιά - θηλίτιδα - θηλορραγία - θήλυ - θηλυγονία - θηλυδριάς - θηλύκι - θηλυκό - θηλυκός - θηλυκοποίηση - θηλυκότητα - θηλύκωμα - θηλυκωτάρι - θηλυκωτήρι - θηλυμανία - θηλυμορφία - θηλυπρέπεια - θηλύτητα - θηλυτοκία - θήλωμα
θημ[muokkaa]
θηρ[muokkaa]
θήρα - θήραμα - θηραματοπονία - θήρευμα - θηρευτής - θηρεύτρια - θηρίο - θηριοδαμαστής - θηριοδαμάστρια - θηριομαχία - θηριομάχος - θηρίον - θηριοτροφείο - θηριοτρόφος - θηριωδία
θησ[muokkaa]
θησαύριση - θησαύρισμα - θησαυρισμός - θησαυριστής - θησαυρός - θησαυροφύλακας - θησαυροφυλάκιο - θησείο
θητ[muokkaa]
θι[muokkaa]
θια[muokkaa]
θιασάρχης - θιασάρχις - θιασάρχισσα - θίασος - θιασώτης - θιασώτις - θιασώτρια
θιβ[muokkaa]
θιν[muokkaa]
θιο[muokkaa]
θλ[muokkaa]
θλα[muokkaa]
θλι[muokkaa]
θνη[muokkaa]
θνησιγένεια - θνησιγονία - θνησιμότης - θνησιμότητα - θνητότης - θνητότητα - θολερότης - θολερότητα - θολίσκος - θόλος - θολοστάτης - θολότης - θολότητα - θολούρα - θόλωμα - θόλωση - θόλωσις
θορ[muokkaa]
θόριο - θοριοθεραπεία - θόριον - θορύβηση - θορύβησις - θόρυβος
θου[muokkaa]
θούλιο - θούριο - θούριον - θούριος
θρ[muokkaa]
θρα[muokkaa]
θράκα - θρακιάς - θρακοπλαστική - θρανίο - θρανίον - θράσεμα - θρασίμι - θράσος - θρασυδειλία - θρασύτης - θρασύτητα - θραύση - θραύσις - θραύσμα - θραυστήρας - θραύστης
θρε[muokkaa]
θρέμμα - θρεονίνη - θρεπτικότης - θρεπτικότητα - θρεφτάρι - θρέψη - θρέψιμο - θρέψις
θρη[muokkaa]
θρηνολόγημα - θρήνος - θρηνωδία - θρηνωδός - θρησκεία - θρησκειολογία - θρήσκευμα - θρησκευτικότης - θρησκευτικότητα - θρησκοληψία - θρησκομανία
θρι[muokkaa]
θριάμβευση - θριάμβευσις - θριαμβευτής - θριαμβεύτρια - θριαμβολογία - θρίαμβος - θριγκός - θρίδαξ - θρίλερ - θριξ
θρο[muokkaa]
θροίσμα - θρόισμα - θρομβίνη - θρόμβος - θρομβοφλεβίτιδα - θρόμβωση - θρόμβωσις - θρονί - θρόνιασμα - θρόνος - θρος - θρουλί - θρούμπα - θρούμπη - θρούμπι - θρους - θροφή
θρυ[muokkaa]
θρυαλλίδα - θρύλημα - θρύλος - θρύμμα - θρυμμάτιση - θρυμμάτισμα - θρυμματισμός - θρυψάλιασμα - θρύψαλο
θυ[muokkaa]
θυγ[muokkaa]
θυε[muokkaa]
θυλ[muokkaa]
θυλάκιο - θυλάκιον - θύλακος - θύλαξ
θυμ[muokkaa]
θύμα - θυμάρι - θυμαριά - θυμέλαιο - θυμέλη - θυμηδία - θύμηση - θυμητάρι - θυμητικό - θυμιάμα - θυμίαμα - θυμίασις - θυμιατήρι - θυμιάτισμα - θυμιατό - θυμοκρατία - θυμός - θύμος - θυμοσοφία - θύμωμα
θυν[muokkaa]
θυρ[muokkaa]
θύρα - θυρεοειδεκτομή - θυρεοειδίτιδα - θυρεοειδίτις - θυρεοκήλη - θυρεός - θυρίδα - θυρίς - θυροκόλληση - θυροκόλλησις - θυροξίνη - θυροτηλεόραση - θυροτηλέφωνο - θυρόφυλλο - θυρόφυλλον - θύρσος - θύρωμα - θυρωρείο - θυρωρίνα - θυρωρός
θυσ[muokkaa]
θύσανος - θυσία - θυσιαστήριο - θυσιαστής
θυτ[muokkaa]
θω[muokkaa]
θωκ[muokkaa]
θωμ[muokkaa]
θωμαϊστές - θώμιγξ - θωμισμός - θωμιστής
θωπ[muokkaa]
θωπεία - θώπευμα - θωπευτής - θωπεύτρια
θωρ[muokkaa]
θώρακας - θωρακεκτομή - θωράκιο - θωράκιον - θωράκιση - θωράκισις - θωράκισμα - θωρακισμός - θωρακοκέντηση - θωρακοτομία - θώραξ - θωρηκτό - θωρηχτό - θώρι - θωριά