Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Λ
Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka
Λ[muokkaa]
λα[muokkaa]
λαβ[muokkaa]
λάβα - λάβαρο - λάβδανο - λαβείν - λαβή - λαβίδα - λάβντανο - λαβομάνο - λαβούτο - λάβρα - λαβράκι - λάβρος - λαβυρινθίτιδα - λαβυρινθίτις - λαβύρινθος - λάβωμα - λαβωματιά
λαγ[muokkaa]
λαγάνα - λαγάνια - λαγάρα - λαγάρισμα - λάγγεμα - λαγήνα - λαγήνι - λαγιαρνί - λάγιαση - λαγκάδα - λαγκάδι - λαγκαδιά - λαγκί - λαγνεία - λαγοθήρας - λαγοθηρία - λαγοκυνήγι - λαγοκυνηγός - λαγοπόδαρο - λαγοπροβιά - λαγός - λαγοτόμαρο - λαγουδάκι - λαγουδέρα - λαγουδίνα - λαγούμι - λαγουμιτζής - λαγούτο - λαγών - λαγωνίκα - λαγωνικό - λαγωχειλία
λαδ[muokkaa]
λαδάδικο - λαδάκι - λαδάς - λαδέμπορος - λαδερό - λάδι - λαδιά - λαδικό - λαδίλα - λαδινικά - λαδολέμονο - λαδομπογιά - λαδόξιδο - λαδόπανο - λαδοτύρι - λαδόχαρτο - λαδόψωμο - λάδωμα - λαδωτήρι - λαζάνια - λάζος - λαζουρίτης
λαη[muokkaa]
λαθ[muokkaa]
λάθεμα - λάθος - λαθούρι - λαθράκιασμα - λαθραλιεία - λαθραναγνώστης - λαθραναγνώστρια - λαθρέμπορας - λαθρεμπόρευμα - λαθρεμπορία - λαθρεμπόριο - λαθρεμπόριον - λαθρέμπορος - λαθρεπιβάτης - λαθρεπιβάτις - λαθρεπιβάτισσα - λαθροβίωση - λαθροβίωσις - λαθρογαμία - λαθροθήρας - λαθροθηρία - λαθροϋλοτομία - λαθροϋλοτόμος - λαθροχειρία - λαθυρισμός - λάθυρος
λαι[muokkaa]
λαίδη - λαϊκή - λαϊκισμός - λαϊκιστής - λαϊκίστρια - λαϊκότης - λαϊκότητα - λαίλαπα - λαίλαψ - λαιμά - λαιμαργία - λαιμαριά - λαιμητόμος - λαιμοδέτης - λαιμός - λάινσμαν - λάιτ μοτίβ
λακ[muokkaa]
λακ - λάκα - λακέρδα - λακές - λακιρντί - λακκάκι - λακκάκια - λάκκος - λακκούβα - λάκκωμα - λακριντί - λάκτισμα - λακωνικότης - λακωνικότητα - λακωνισμός
λαλ[muokkaa]
λαλαγγίδα - λαλαγγίτα - λάλημα - λαλητής - λαλιά - λάλλαρος - λαλοπάθεια - λαλούμενα
λαμ[muokkaa]
λάμα - λαμαϊσμός - λαμαρίνα - λαμαρκισμός - λαμβδακισμός - λάμδα - λαμδακισμός - λαμέ - λάμια - λαμνοκόπι - λαμνοκόπος - λάμντα - λάμπα - λαμπάδα - λαμπαδηδρομία - λαμπαδηδρόμος - λαμπαδηφορία - λαμπαδηφόρος - λαμπάδιασμα - λαμπάντα - λαμπάς - λαμπεράδα - λαμπηδόνα - λαμπικάρισμα - λαμπίκος - λαμπιόνι - λαμπόγυαλο - λαμποκοπή - λαμποκόπημα - λαμποκόπι - λάμπος - λαμπράδα - λαμπρότης - λαμπρότητα - λαμπτήρ - λαμπτήρας - λαμπυρίδα - λαμπυρίς - λαμπύρισμα - λάμψη
λαν[muokkaa]
λανάρα - λαναράς - λανάρι - λανάρισμα - λανθάνιο - λανολίνη - λανσάρισμα - λάντζα - λαντζιέρα - λαντζιέρης - λαντίνο - λαντό - λάντσα
λαξ[muokkaa]
λάξευμα - λάξευση - λάξευσις - λαξευτής
λαο[muokkaa]
λαογραφία - λαογράφος - λαοθάλασσα - λαοκράτης - λαοκρατία - λαοκρατισμός - λαοκράτισσα - λαοκρισία - λαοπλάνος - λαός - λαοσύναξη - λαουτέρης - λαουτζίκος - λαουτιέρης - λαούτο
λαπ[muokkaa]
λάπαθο - λαπάρα - λαπαροσκόπηση - λαπαροτομία - λαπάς - λάπατο - λαπωνικά
λαρ[muokkaa]
λαρδί - λάρνακα - λάρναξ - λάρος - λάρυγγας - λαρύγγι - λαρυγγισμός - λαρυγγίτιδα - λαρυγγίτις - λαρυγγολογία - λαρυγγολόγος - λαρυγγοσκόπηση - λαρυγγοσκόπησις - λαρυγγοσκόπιο - λαρυγγοσκόπιον - λαρυγγοτομία - λάρυγξ
λασ[muokkaa]
λασκάρισμα - λάσο - λάσπη - λασπολογία - λασπολόγος - λασπόλουτρο - λασπομαχία - λασπομάχος - λασπονέρι - λασποτόπι - λασπότοπος - λασπουριά - λάσπωμα - λάστιχο
λατ[muokkaa]
λατάνια - λατέξ - λατέρνα - λατερνατζής - λατικόν - λατίνι - λατινικά - λατινισμός - λατινιστής - λατινοκρατία - λατιφούντιο - λατομείο - λατομείον - λατόμημα - λατόμηση - λατόμησις - λατόμι - λατομία - λατόμος - λάτρα - λατρεία - λάτρης - λάτρις - λάτρισσα - λατύπη
λαυ[muokkaa]
λαφ[muokkaa]
λάφι - λαφίνα - λαφόπουλο - λαφυραγώγηση - λαφυραγώγησις - λαφυραγωγία - λαφυραγωγός - λάφυρο - λαχαναγορά - λαχανάκι - λαχάνιασμα - λαχανίδα
λαχ[muokkaa]
λαχανικά - λαχανικό - λάχανο - λαχανόζουμο - λαχανόκηπος - λαχανοκομία - λαχανοκόμος - λαχανόπιτα - λαχανοπωλείο - λαχανοπωλείον - λαχανοπώλης - λαχανοπώλις - λαχανοπώλισσα - λαχανοφαγία - λαχανοφυλλάδα - λαχανόφυλλο - λαχείο - λαχείον - λαχειοπώλης - λαχειοπώλισσα - λάχνη - λαχνός - λαχούρι - λαχτάρα - λαχτάρισμα
λαψ[muokkaa]
λε[muokkaa]
λεα[muokkaa]
λεβ[muokkaa]
λεβάντα - λεβάντες - λεβαντίνα - λεβαντίνος - λεβεντάνθρωπος - λεβέντης - λεβεντιά - λεβέντισσα - λεβεντογενιά - λεβεντογέννα - λεβεντογυναίκα - λεβεντομάννα - λεβεντονιά - λεβεντονιός - λεβεντόπαιδο - λεβεντοπνίχτρα - λεβέτι - λέβητας - λεβητοποιείο - λεβητοποιΐα - λεβητοποιός - λεβητοστάσιο - λεβιάθαν - λεβίθες
λεγ[muokkaa]
λεγάτος - λεγένι - λεγεώνα - λεγεωνάριος - λέγω
λεζ[muokkaa]
λεη[muokkaa]
λει[muokkaa]
λεία - λείανση - λείανσις - λέιζερ - λεϊμόνι - λεϊμονιά - λειμωνάριο - λειμώνας - λειότης - λειότητα - λειρί - λείριον - λεϊσμανίαση - λεϊσμανίασις - λειτούργημα - λειτουργιά - λειτουργία - λειτουργικότης - λειτουργικότητα - λειτουργισμός - λειτουργός - λειχήν - λειχήνα - λειχηνιάρα - λειχηνιάρης - λειχήνωση - λειψανδρία - λείψανο - λειψανοθήκη - λείψανον - λειψοφεγγαριά - λειψυδρία - λέξη
λεκ[muokkaa]
λεκάνη - λεκανοπέδιο - λεκές - λέκιασμα - λεκιθίνες - λεκιθίνη - λέκιθος - λέκτορας
λελ[muokkaa]
λεμ[muokkaa]
λεμβοδρομία - λέμβος - λεμβούχος - λεμές - λεμονάδα - λεμονάνθι - λεμονανθός - λεμόνι - λεμονί - λεμονιά - λεμονοστύφτης - λεμονόφλουδα - λεμονόκουπα - λεμπλεμπιά - λεμπλεμπίδια - λεμφαγγειίτιδα - λεμφαγγειίτις - λεμφαγγείο - λεμφαγγείον - λεμφαγγείωμα - λεμφαδένας - λεμφαδενίτιδα - λεμφαδενίτις - λεμφατισμός - λεμφογραφία - λεμφοκήλη - λεμφοκοκκίωμα - λεμφοκοκκιωμάτωση - λεμφοκύτταρο - λεμφοκύτταρον - λεμφοκυτταροπενία - λεμφοκυττάρωση - λεμφοπενία - λέμφος - λέμφωμα
λεν[muokkaa]
λενινισμός - λενινιστής - λενινίστρια - λενομιά - λενομόκουπα
λεξ[muokkaa]
λέξη - λέξημα - λεξίδιο - λεξίδιον - λεξιθήρας - λεξιθηρία - λεξικό - λεξικογράφηση - λεξικογραφία - λεξικογράφος - λεξικολογία - λεξικόν - λεξιλόγιο - λεξιλόγιον - λεξιπενία - λέξις
λεο[muokkaa]
λεοντάρι - λεονταρισμός - λέοντας - λεοντή - λεοντιδεύς - λεοντοκεφαλή - λεοπάρδαλη - λεόπαρδος
λεπ[muokkaa]
λέπι - λεπίδα - λεπίδι - λεπιδόπτερα - λεπίς - λέπρα - λεπροκομείο - λεπροκομείον - λεπταισθησία - λεπτό - λεπτοδείκτης - λεπτοδείχτης - λεπτοκαρυά - λεπτοκαρύα - λεπτοκάρυον - λεπτολογία - λεπτομέρεια - λεπτόν - λεπτόνιο - λεπτοτέχνημα - λεπτοτεχνία - λεπτότης - λεπτότητα - λεπτούργημα - λεπτουργική - λεπτουργός - λέπτυνση - λέπτυνσις - λέπυρον
λερ[muokkaa]
λεσ[muokkaa]
λεσβία - λεσβιασμός - λέσι - λέσκα - λέσχη - λεσχηνεία
λετ[muokkaa]
λετρασέτ - λετρίνα - λέτσος - λεττονικά
λευ[muokkaa]
λεύγα - λευίτης - λεύκα - λευκάνθεμο - λεύκανση - λεύκανσις - λευκαντής - λευκάντρια - λεύκασμα - λευκαστής - λευκαύγεια - λεύκη - λευκίνη - λευκό - λευκόθριξ - λευκοκυτογένεση - λευκοκυτόλυση - λευκοκύτταρο - λευκοκύτταρον - λευκόλυση - λευκοπλάστης - λευκόρροια - λευκορωσικά - λευκοσίδηρος - λευκοσιδηρουργός - λευκότητα - λευκόχρυσος - λεύκωμα - λευκωματουρία - λευτεριά - λευτέρωμα - λευχαιμία
λεφ[muokkaa]
λεφτά - λεφτάς - λεφτό - λεφτοκάρι - λεφτοκαριά - λεφτουδάκια
λεχ[muokkaa]
λεχούδι - λεχούσα - λεχρίτης - λεχώνα - λεχωνιά - λεωφορείο - λεωφορειούχος - λεωφόρος
ληγ[muokkaa]
ληζ[muokkaa]
ληθ[muokkaa]
ληκ[muokkaa]
λημ[muokkaa]
λημέρι - λήμη - λήμμα - λημματογράφηση - λημματολόγιο
λην[muokkaa]
ληξ[muokkaa]
λήξη - ληξιαρχείο - ληξίαρχος
ληπ[muokkaa]
ληρ[muokkaa]
λησ[muokkaa]
λησμονησιά - λησμονητής - λησμονήτρα - λησμονιά - λησμονοβότανο - λησμοσύνη - λησταντάρτης - λησταποδοχή - λησταποδόχος - λησταρχείο - λησταρχείον - λησταρχία - λησταρχίνα - λήσταρχος - ληστεία - λήστευση - ληστής - ληστοκρατία - ληστοπραξία - ληστοσυμμορία - ληστοσυμμορίτης - ληστοσυμμορίτισσα - ληστοτρόφος - ληστοφυγόδικος
ληψ[muokkaa]
λι[muokkaa]
λια[muokkaa]
λιακάδα - λιακό - λιακωτό - λιάνισμα - λιανοκέρι - λιανοντούφεκο - λιανοπούλημα - λιανοπουλητής - λιανοτούφεκο - λιανοτράγουδο - λιάσιμο - λιάστρα
λιβ[muokkaa]
λιβαδάκι - λιβάδι - λιβαδότοπος - λιβάνι - λιβάνισμα - λιβανιστήρι - λιβανιστής - λίβανος - λιβανωτό - λιβανωτός - λίβας - λιβελογράφημα - λιβελογραφία - λιβελογράφος - λίβελος - λιβονικά - λίβρα - λιβρέα
λιγ[muokkaa]
λίγδα - λιγδιά - λίγκα - λιγνάδα - λίγνεμα - λιγνίτης - λιγνιτωρυχείο - λιγνιτωρυχείον - λιγνιτωρύχος - λιγοθυμιά - λιγόστεμα - λιγοσύνη - λιγούρα - λιγοφαγία - λιγοψυχία - λιγοψυχιά - λίγωμα - λιγωμάρα
λίζ[muokkaa]
λιθ[muokkaa]
λιθάγρα - λιθανθρακωρυχείο - λιθάνθραξ - λιθάργυρος - λιθάρι - λιθίαση - λιθίασις - λίθιο - λιθοβόλημα - λιθοβολία - λιθοβολισμός - λιθογλυφία - λιθογλύφος - λιθογραφείο - λιθογράφημα - λιθογράφηση - λιθογράφησις - λιθογραφία - λιθογράφος - λιθοδομή - λιθοδόμημα - λιθοδομία - λιθοθρυψία - λιθόκολλα - λιθοκόλληση - λιθοκόλλησις - λιθοκονία - λιθοκοπία - λιθοκόπος - λιθοξόος - λίθος - λιθόστρωση - λιθόστρωσις - λιθόσφαιρα - λιθοτομία - λιθοτριψία - λιθουανικά - λιθρίνι
λικ[muokkaa]
λιλ[muokkaa]
λιμ[muokkaa]
λίμα - λιμαδόρα - λιμαδόρος - λιμανάκι - λιμάνι - λιμάρισμα - λίμασμα - λιμβουργιανά - λιμεναρχείο - λιμεναρχείον - λιμενάρχης - λιμένας - λιμενίσκος - λιμενοβραχίονας - λιμενοβραχίων - λιμενοφύλακας - λιμενοφύλαξ - λιμήν - λίμνασμα - λίμνη - λιμνιώτης - λιμνοθάλασσα - λιμνούλα - λιμοκοντόρος - λιμοκτονία - λιμός - λιμουζίνα - λιμπεραλισμός - λίμπιντο - λίμπρα - λιμπρετίστας - λιμπρέτο
λιν[muokkaa]
λινάρι - λιναρόσπορος - λινάτσα - λινγκάλα - λινέλαιο - λινέλαιον - λινογραφία - λινόλεουμ - λίνον - λινοστολή - λινοτύπης - λινοτυπία - λιντσάρισμα
λιο[muokkaa]
λιόγερμα - λιόδεντρο - λιόκλαδο - λιόκλαρο - λιοκόκκι - λιοκούκουτσο - λιόλαδο - λιομάζωμα - λιομαζώχτρα - λιονταρής - λιοντάρι - λιονταρίνα - λιόντας - λιόντισσα - λιοπύρι - λιοστάσι - λιοτριβειό - λιοτρίβι - λιοτριβιάρης - Λιουμπλιάνα - λιόφωτο
λιπ[muokkaa]
λίπανση - λίπανσις - λιπαντής - λιπαντικό - λιπαρότης - λιπαρότητα - λίπασμα - λιπασμός - λιποθυμία - λιποθυμιά - λιπομάρτυρας - λιπομαρτυρία - λιπομάρτυς - λίπος - λιποτάκτης - λιποταξία - λιποτάχτης - λιποψυχία - λίπωμα
λιρ[muokkaa]
λισ[muokkaa]
λισγάρι - λίστα - λίστρονο - λίστρος
λιτ[muokkaa]
λιτανεία - λιτάνευση - λιτάνευσις - λιτή - λιτότητα - λίτρα - λίτρο
λιφ[muokkaa]
λιχ[muokkaa]
λιχανός - λίχνισμα - λιχνιστήρι - λιχνιστής - λιχουδιά
λιψ[muokkaa]
λιω[muokkaa]
λο[muokkaa]
λοβ[muokkaa]
λόβιον - λοβιτούρα - λοβιτουρατζής - λοβός - λοβοτομή
λογ[muokkaa]
λογάκι - λογάρι - λογαριασμός - λογάριθμος - λογάς - λογής - λόγια - λογική - λογικισμός - λογικό - λογικοκρατία - λογικόν - λογικότης - λογικότητα - λόγιο - λόγιον - λογιοσύνη - λογιοτατισμός - λογιότητα - λογισμικό - λογισμός - λογιστήριο - λογιστής - λογιστική - λογίστρια - λογιών - λόγκος - λογογράφημα - λογογραφία - λογογράφος - λογοδιάρροια - λογοδοσία - λογοθέτης - λογοκλοπή - λογοκλόπος - λογοκοία - λογοκόπος - λογοκρισία - λογοκριτής - λογομαχία - λογοπαίγνιο - λογόρροια - λογοτέχνημα - λογοτέχνης - λογοτεχνία - λογοτέχνισσα - λογοτριβή - λογότυπο - λογότυπος - λογού - λογύδριο - λόγχη - λόγχισμα - λογχισμός - λογχομαχία
λοι[muokkaa]
λοιδορία - λοιμική - λοιμικό - λοιμοκαθαρτήριο - λοιμός - λοίμωξη
λοκ[muokkaa]
λοκάντα - λοκαντιέρα - λοκαντιέρης - λοκ άουτ - λοκοκλοπία
λομ[muokkaa]
λοξ[muokkaa]
λόξα - λόξεμα - λόξευμα - λοξίας - λόξιγκας - λοξοδρόμημα - λοξοδρόμηση - λοξοδρομία - λοξός - λοξότης - λοξότητα - λόξυγκας
λοπ[muokkaa]
λορ[muokkaa]
λοσ[muokkaa]
λοτ[muokkaa]
λοταρία - λοτζμπάν - λοτόμος - λότος
λου[muokkaa]
λουβί - λουθηρανισμός - λουκάνικο - λουκάνικον - λουκέτο - λούκι - λουκουμάς - λουκουματζής - λουκουματζίδικο - λουκούμι - λουλακί - λουλάκι - λουλάς - λουλουδάδικο - λουλουδάκι - λουλουδάς - λουλούδι - λουλούδιασμα - λουλουδικό - λουλούδισμα - λούλουδο - λουλουδού - λουμίνι - λούμπα - λουμπάγκο - λουμπάρδα - λούμπινο - λούνα παρκ - λουξεμβουργιανά - λούπα - λούπινο - λούρα - λουρί - λουσάρισμα - λουσέρνα - λούσιμο - λούσις - λούσο - λουστικά - λουστράρισμα - λουστρίνι - λούστρο - λούστρος - λουτήρας - λουτήτιο - λουτρ - λουτράρης - λουτράρισσα - λουτρό - λουτροθεραπεία - λουτροκαμπινές - λουτροπετσέτα - λουτρόπολη - λουτρόπολις - λουτρώνας - λούφα - λουφές
λοφ[muokkaa]
λοφάκι - λοφίο - λοφίσκος - λοφοπλαγιά - λόφος
λοχ[muokkaa]
λοχαγός - λοχεία - λοχίας - λόχμη - λόχος
λυγ[muokkaa]
λυγαριά - λυγεράδα - λύγισμα - λυγμός - λυγξ - λύγος
λυθ[muokkaa]
λυκ[muokkaa]
λύκαινα - λυκανθρωπία - λυκάνθρωπος - λυκαυγές - λυκειάρχης - λυκειάρχισσα - λύκειο - λύκειον - λυκιδεύς - λυκίσκος - λυκόπουλο - λύκος - λυκόσκυλο - λυκοφιλία - λυκοφωλιά - λυκόφως
λυμ[muokkaa]
λύμα - λυμεώνας - λύμη - λύμφη
λυπ[muokkaa]
λύπη - λυπημός - λύπηση - λυπομανία
λυρ[muokkaa]
λύρα - λυράρης - λυρίδα - λυρισμός - λυριτζής
λυσ[muokkaa]
λύση - λύσιμο - λυσίνη - λύσις - λυσιτέλεια - λύσσα - λύσσασμα - λύσσιασμα - λυσσιαστρείον - λυσσιατρείο
λυτ[muokkaa]
λυτάρι - λύτης - λύτρα - λύτρια - λυτρωμός - λύτρωση - λύτρωσις - λυτρωτής
λυχ[muokkaa]
λυχνία - λυχνίτης - λύχνος - λυχνοστάτης
λω[muokkaa]
λωβ[muokkaa]
λωλ[muokkaa]
λωπ[muokkaa]
λωποδυσία - λωποδύταρος - λωποδύτης - λωποδύτισσα - λωποδύτρια
λωρ[muokkaa]
λωρένσιο - λωρίδα - λωρίον - λώρος