Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Γ

Wikisanakirjasta

Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka

γα[muokkaa]

γα

γαβ[muokkaa]

γαβάθα - γάβγισμα - γαβριάς - Γαβριέλα - Γαβριήλ - Γαβρίλος

γαγ[muokkaa]

γαγάτης - γάγγλιο - γαγγλιοπάθεια - γάγγραινα - γάγλα

γαδ[muokkaa]

γαδολίνιο - γάδος

γαε[muokkaa]

γαελικά

γαζ[muokkaa]

γάζα - γαζέλα - γαζέτα - γαζί - γαζία - γάζωμα

γαι[muokkaa]

γαία - γαιάνθρακας - γαϊδάρα - γάιδαρος - γαϊδούρα - γαϊδουράγκαθο - γαϊδουράκι - γαϊδούρι - γαϊδουριά - γαϊδουρόβηχας - γαϊδουροκαβαλαρία - γαίμα - γαιογνώρισμα - γαιοκτήμονας - γαιοκτησία - γαιόσακος - γαιότοιχος - γαιόχωση - γαϊτανάκι - γαϊτάνι

γαλ[muokkaa]

γάλα - γαλαδερφή - γαλαδερφός - γαλάζιο - γαλαζόπετρα - γαλακτοβιομηχανία - γαλακτογονία - γαλακτοκομείο - γαλακτοκομείον - γαλακτοκομία - γαλακτοκόμος - γαλακτομπούρεκο - γαλακτοπαραγωγή - γαλακτοποίηση - γαλακτοποίησις - γαλακτοπωλείο - γαλακτοπωλείον - γαλακτοπώλης - γαλακτοπώλις - γαλακτοπώλισσα - γαλακτόρροια - γαλακτοσάκχαρο - γαλακτοσάκχαρον - γαλακτοτροφία - γαλακτοφαγία - γαλάκτωμα - γαλανάδα - γαλανόλευκη - γαλαντομία - γαλαξίας - γαλαρία - γαλατάδικο - γαλατάς - γαλατιέρα - γαλατομπούρεκο - γαλατόπιτα - γαλβάνιση - γαλβανισμός - γαλβανόμετρο - γαλβανόμετρον - γαλβανοπλαστική - γαλέος - γαλέρα - γαλέτα - γαλή - γαλήνεμα - γαληνεμός - γαλήνη - γαληνότατος - γαλιάντρα - γαλικιανά - γαλιφιά - γαλλικά - γαλλική - γάλλιο - γαλλισμός - γαλλομάθεια - γαλλοπροβηγκιανά - γαλλοφιλία - γαλλόφωνος - γαλομαχία - γαλονάς - γαλόνι - γαλοπούλα - γαλόπουλο - γαλότσα - γαλούχηση - γαλούχησις

γαμ[muokkaa]

γάμα - γαμβρίκι - γαμβρός - γαμέτης - γαμήσι - γαμιάς - γαμίκος - γαμιόλα - γαμιόλης - γάμμα - γάμος - γάμπα - γαμπάς - γάμπια - γαμπριάτικα - γαμπριλίκι - γαμπρός - γαμώτο

γαν[muokkaa]

γάνα - γανάδα - γάντζος - γάντζωμα - γάντι - γάνωμα - γανωματής - γανωτζής - γανωτής

γαρ[muokkaa]

γαργάλεμα - γαργάλημα - γαργαλητό - γαργάλισμα - γαργάρα - γαργάρισμα - γαργαρισμός - γαρδέλι - γαρδένια - γαρδούμπα - γάριασμα - γαρίδα - γαριφαλιά - γαρίφαλο - γαρμπής - γάρμπο - γάρμπος - γαρνίρισμα - γαρνιτούρα - γάρος - γαρουφαλιά - γαρούφαλο

γασ[muokkaa]

γασμούλος - γαστέρα - γαστερόποδα - γάστρα - γαστραλγία - γαστρεντερίτιδα - γαστρεντερίτις - γαστρεντερολογία - γαστριμαργία - γαστρίτιδα - γαστρίτις - γαστρονομία - γαστρορραγία

γατ[muokkaa]

γάτα - γατάκι - γατί - γατονουρά - γάτος

γαυ[muokkaa]

γαύριασμα - γαύρος

γδ[muokkaa]

γδα[muokkaa]

γδάρσιμο - γδάρτης

γδι[muokkaa]

γδικιωμός

γδο[muokkaa]

γδούπος

γδυ[muokkaa]

γδύσιμο

γε[muokkaa]

γεγ[muokkaa]

γεγενημένα - γεγές - γεγονός

γεε[muokkaa]

γέεννα

γει[muokkaa]

γείσο - γείσωμα - γειτνίαση - γειτνίασις - γείτονας - γειτόνεμα - γειτονιά - γειτόνισσα - γειτονοπούλα - γειτονόπουλο - γείτων - γείωση

γελ[muokkaa]

γελαδάρισσα - γελάδια - γελασίνος - γέλασμα - γελαστής - γελάστρα - γελάστρια - γελέκι - γελέκο - γέλιο - γελοιογράφημα - γελοιογραφία - γελοιογράφος - γελοιοποίηση - γελοιότητα - γέλωτας - γελωτοποιία - γελωτοποιός

γεμ[muokkaa]

γεμενί - γέμιση - γέμισις - γέμισμα - γεμιστήρας - γεμιστής - γεμιτζής - γεμολόγος - γεμοφεγγαριά - γεμοφέγγαρο

γεν[muokkaa]

γεν - γενάρχης - γενεά - γενεαλογία - γενέθλια - γενειάδα - γενειάς - γένεση - γενεσιουργία - γένεσις - γενέτειρα - γενετή - γενετική - γενετιστής - γένι - γενιά - γενίκευση - γενίκευσις - γενική - γενικολογία - γενικολόγος - γενικότης - γενικότητα - γενιτσαρισμός - γενίτσαρος - γέννα - γενναιοδωρία - γενναιότης - γενναιότητα - γενναιοφροσύνη - γενναιοψυχία - γέννημα - γέννηση - γεννησιμιό - γεννητικότης - γεννητικότητα - γεννήτορας - γεννητούρια - γεννήτρα - γεννήτρια - γεννοφάσκια - γενοκτονία - γένος

γερ[muokkaa]

γέρα - γερακάρης - γέρακας - γεράκι - γερακίνα - γεράματα - γεράνι - γερανογέφυρα - γερανός - γέρας - γέρασμα - γερατειά - γέρμα - γερμανικά - γερμανικό - γερμάνιο - γερμανισμός - γερμανομάθεια - γερμανοφιλία - γεροκομείο - γεροκούσαλο - γερόλυκος - γερομπαμπαλής - γεροντάκι - γεροντάκος - γεροντάματα - γέροντας - γεροντίαση - γερόντιο - γεροντισμός - γερόντισσα - γεροντοκόρη - γεροντοκοριλίκι - γεροντοκορισμός - γεροντοκρατία - γεροντολογία - γεροντολόγος - γεροντομορφισμός - γεροντοπαλίκαρο - γεροντόπαχο - γεροξούρας - γέρος - γεροσύνη - γερουνδιακό - γερούνδιο - γερουσία - γερουσιαστής - γέρσιμο - γέρων

γευ[muokkaa]

γεύμα - γεύση - γεύσις - γευστικότητα

γεφ[muokkaa]

γέφυρα - γεφύρι - γεφυροποιία - γεφυροποιός - γεφύρωμα - γεφύρωση

γεψ[muokkaa]

γέψη

γεω[muokkaa]

γεωαντίκλινο - γεωβιονομία - γεωγονία - γεωγραφία - γεωγράφος - γεωδαισία - γεωθερμία - γεωθερμική - γεωκαρπία - γεωλογία - γεωλόγος - γεωμαγνητισμός - γεωμέτρης - γεωμετρία - γεώμηλο - γεώμορο - γεωμορφολογία - γεωοικονομία - γεωπολιτική - γεωπονία - γεωπόνος - γεωπυραμίδα - γεωργία - γεωργιανά - γεωργός - γεωσεισμική - γεωσκοπία - γεωστατική - γεωσύγκλινο - γεώσφαιρα - γεωτεκτονική - γεώτρηση - γεωτροπισμός - γεωτρύπανο - γεωφαγία - γεωφυσική - γεωχημεία

γη[muokkaa]

γηγ[muokkaa]

γήγερτον

γηθ[muokkaa]

γηθοσύνη

γηλ[muokkaa]

γήλιος - γήλοφος

γηπ[muokkaa]

γήπεδο - γηπεδοποίηση

γηρ[muokkaa]

γήρανση - γήρανσις - γήρας - γηρασμός - γηρατειά - γηριατρική - γηροκομείο - γηροκομείον - γηροκομία

γης[muokkaa]

γης

γητ[muokkaa]

γητειά - γήτεμα - γητευτής - γητεύτρα

γι[muokkaa]

για[muokkaa]

γιαβέρης - γιαβουκλού - γιαβρί - γιαγερμός - γιαγιά - γιαγκιλίκι - γιαγκίνι - γιακάς - γιαλαντζί-ντολμάς - γιαλός - γιάμπολη - γιάνκης - γιάντες - γιαουρτάς - γιαούρτη - γιαούρτι - γιάπης - γιαπί - γιαπιτζής - γιαπράκι - γιαραμπής - γιάρδα - γιαρμάς - γιασεμί - γιασμάκι - γιαταγάνι - γιατάκι - γιατρειά - γιάτρεμα - γιατρέσα - γιατρικό - γιατρίνα - γιάτρισσα - γιατρός - γιατροσόφι - γιάφκα - γιαχνί

γιβ[muokkaa]

γίβεντο

γιγ[muokkaa]

γίγαντας - γιγάντεμα - γιγαντισμός - γιγάντισσα - γιγαντοαφίσα - γιγαντομαχία - γιγαντοοθόνη - γίγας - γίγνεσθαι

γιδ[muokkaa]

γίδα - γιδάρης - γίδι - γίδια - γιδοβοσκός - γιδοπρόβατα - γιδόστρατα

γιε[muokkaa]

γιεσμαν

γιλ[muokkaa]

γιλέκο

γιν[muokkaa]

γινάτι - γινόμενο - γίντις

γιο[muokkaa]

γιόγκα - γιόγκι - γιόκας - γιόμα - γιοματάρι - γιόμιση - γιορντάνι - γιορούμπα - γιορτάσι - γιόρτασμα - γιορταστής - γιορτή - γιος - γιοτ - γιότσα - γιουβαρλάκια - γιουβέτσι - γιούρια - γιουρούσι - γιούσουρι - γιουσουρούμ - γιουχάισμα - γιουχαϊσμός - γιοφύλλι

γιρ[muokkaa]

γιρλάντα

γιω[muokkaa]

γιώτα

γκ[muokkaa]

γκα[muokkaa]

γκαβωμάρα - γκάγκαρο - γκάγκαρος - γκάζι - γκαζιέρα - γκαζόζα - γκαζοζέν - γκαζόν - γκαιμπελίσκος - γκάιντα - γκαλερί - γκαλερίστας - γκαλόπ - γκάλοπ - γκάμα - γκαμήλα - γκαμπαρντίνα - γκάνγκστερ - γκανγκστερισμός - γκανιότα - γκαντέμης - γκαντεμιά - γκαράζ - γκαραζιέρης - γκαραζόπορτα - γκαραντί - γκάρισμα - γκαρνταρόμπα - γκαρσόν - γκαρσόνι - γκαρσονιέρα - γκάστρι - γκαστριά - γκάστρωμα - γκάφα - γκαφατζής - γκαφατζού

γκε[muokkaa]

γκέι - γκέισα - γκέκας - γκελ - γκέλα - γκέμι - γκεμπελίσκος - γκεσέμι - γκέτα - γκέτο

γκι[muokkaa]

γκιαούρ - γκιαούρης - γκιλοτίνα - γκινέα - γκίνια - γκιόνης - γκιόσα - γκιουβέτσι - γκισέ - γκιώνης

γκλ[muokkaa]

γκλάβα - γκλαβανή - γκλαμουριά - γκλίτσα

γκο[muokkaa]

γκολ - γκολκίπερ - γκολτζής - γκολφ - γκόλφι - γκόμα - γκομενιλίκι - γκόμενος - γκοριτσιά - γκορτσιά - γκόρτσο - γκουαρανί - γκουβερνάντα - γκουίρο - γκουτζαράτι - γκοφρέτα

γκρ[muokkaa]

γκρα - γκραβούρα - γκρανγκινιόλ - γκρανκάσα - γκραν πρι - γκρας - γκραφίτι - γκρέκα - γκρέμισμα - γκρεμνός - γκρεμός - γκρενά - γκρι - γκρίζο - γκριμάτσα - γκρίνια - γκρο - γκροτέσκο - γκρουμ - γκρουπ - γκρουπούσκουλο - γκόμενα

γλ[muokkaa]

γλα[muokkaa]

γλαδιόλα - γλάκι - γλάκιο - γλαρόνι - γλαροπούλι - γλάρος - γλάρωμα - γλάσνοστ - γλάστρα - γλαύκα - γλαύκωμα - γλαφυρότης - γλαφυρότητα

γλε[muokkaa]

γλειφιντζούρι - γλειφιτζούρι - γλειφομούνι - γλείφτης - γλείφτρα - γλείψιμο - γλεντζές - γλεντζού - γλέντι - γλεντοκόπημα - γλεντοκόπος - γλετζές - γλεύκος

γλι[muokkaa]

γλίνα - γλίστρα - γλίστρημα - γλίτσα - γλιτωμός

γλο[muokkaa]

γλοιός - γλόμπος - γλουταμίνη - γλουτός

γλυ[muokkaa]

γλύκα - γλυκάδα - γλυκάδι - γλυκαιμία - γλυκάνισο - γλυκασμός - γλυκερίνη - γλυκερότητα - γλυκίνη - γλύκισμα - γλυκό - γλυκογόνο - γλυκόζη - γλυκοκουβέντα - γλυκόλογο - γλυκοπατάτα - γλυκόριζα - γλυκοσάλιασμα - γλυκοφίλημα - γλυκοχάραμα - γλυκύ - γλυκύτητα - γλύπτης - γλυπτική - γλυπτό - γλυπτοθήκη - γλύπτρια - γλυφάδα - γλύφανο - γλυφή - γλυφίδα

γλω[muokkaa]

γλώσσα - γλωσσαλγία - γλωσσαμυντορισμός - γλωσσαμύντωρ - γλωσσάριο - γλωσσάς - γλώσσημα - γλωσσίδα - γλωσσίδι - γλωσσίτσα - γλωσσογεωγραφία - γλωσσογραφία - γλωσσογράφος - γλωσσοδέτης - γλωσσοκοπάνα - γλωσσολογία - γλωσσολόγος - γλωσσομάθεια - γλωσσοπλάστης - γλωσσοπλαστία - γλωσσοπλάστρια - γλωσσοτομία - γλωσσού - γλωσσοφαγιά

γνα[muokkaa]

γνάθος - γνάφαλο - γναφεύς - γναφευτική

γνε[muokkaa]

γνέμα - γνέσιμο - γνέφαλο - γνέψιμο

γνη[muokkaa]

γνησιότητα

γνο[muokkaa]

γνοιάση - γνόφος

γνω[muokkaa]

γνωμάτευση - γνώμη - γνωμοδότης - γνωμοδότηση - γνωμοδότρια - γνωμολογία - γνωμολόγος - γνώμονας - γνώμων - γνώρα - γνωριμιά - γνωριμία - γνωριμότητα - γνώρισμα - γνώση - γνωσιολογία - γνώστης - γνωστικισμός - γνωστοποίηση - γνωστός - γνώστρια

γο[muokkaa]

γοβ[muokkaa]

γόβα - γοβάκι

γογ[muokkaa]

γογγύλη - γογγύλι - γογγυσμός

γοη[muokkaa]

γόης - γόησσα - γοητεία - γόητρο

γολ[muokkaa]

γολέτα - γολιάθ

γομ[muokkaa]

γόμα - γομαλάκα - γομαράκι - γομάρι - γόμηση - γομολάστιχα - γόμος - γόμπος - γόμφος - γόμφωση

γον[muokkaa]

γόνα - γονάτισμα - γόνατο - γόνδολα - γονδολιέρης - γονέας - γονείς - γονή - γονίδιο - γονιμοποίηση - γονιμότης - γονιμότητα - γονιοί - γονιός - γόνος - γονότυπος - γόνυ - γονυκλισία - γονυκλυσία

γοο[muokkaa]

γόος

γοπ[muokkaa]

γόπα - γόπινγκ

γορ[muokkaa]

γοργόνα - γορίλλας

γου[muokkaa]

γούβα - γούβωμα - γουδί - γουδοχέρι - γουέστερν - γουίντσέρφερ - γουίντ σέρφινγκ - γούλα - γουλί - γουλιά - γουλιανός - γουμένισσα - γούμενος - γούνα - γουνάδικο - γουναράδικο - γουναράς - γουναρικό - γουόκμαν - γουόλοφ - γουότερ πόλο - γούπατο - γουργουρητό - γουργούρισμα - γούρι - γούρμασμα - γούρνα - γουρούνα - γουρούνι - γουρουνόπουλο - γουρουνοτσάρουχο - γουρσουζιά - γουστέρα - γούστο - γουταπέρκα - γούτος

γοφ[muokkaa]

γοφός

γρ[muokkaa]

γρα[muokkaa]

γραβάτα - γραβιέρα - γράδο - γραία - γραιγολεβάντες - γραίγος - γραιγοτραμουντάνα - γραΐδιο - γραΐδιον - γραικός - γραικυλισμός - γραικύλος - γράμμα - γραμμάριο - γραμματέας - γραμματεία - γραμματεύς - γραμματική - γραμματικός - γραμμάτιο - γραμματοδιδάσκαλος - γραμματοκιβώτιο - γραμματοκιβώτιον - γραμματοκομιστής - γραμματολογία - γραμματοσήμανση - γραμματοσήμανσις - γραμματόσημο - γραμματόσημον - γραμματοσυλλέκτης - γραμματοσυλλέκτρια - γραμμή - γραμμή εργαλείων - γραμμογράφημα - γραμμογραφία - γραμμογράφος - γραμμοσύρτης - γραμμόφωνο - γραμμόφωνον - γρανάζι - γρανίτα - γρανίτης - γρασαδόρος - γρασάρισμα - γρασίδι - γράσο - γρατζουνιά - γρατσουνιά - γρατσούνισμα - γραφέας - γραφείο - γραφειοκράτης - γραφειοκρατία - γραφειοκράτισσα - γραφεύς - γραφή - γραφιάς - γραφίδα - γραφιδοπόλεμος - γραφικότητα - γραφίστας - γραφιστική - γραφίτης - γραφολογία - γραφολόγος - γραφομηχανή - γράψιμο

γρε[muokkaa]

γρεγολεβάντες - γρέγος - γρεγοτραμουντάνα - γρέζι - γρεναδιέρος

γρη[muokkaa]

γρηγοράδα - γρηγοροσύνη - γρηγορότητα

γρι[muokkaa]

γριά - γρίβας - γρι γρι - γρίλια - γρίνια - γριούλα - γρίπη - γρίπος - γρίππη - γρίφος

γρο[muokkaa]

γροθιά - γροθοπατινάδα - γρόθος - γρονθοκόπημα - γρόνθος - γρόσα - γρόσι - γρούμπος - γρουμπούλι - γρουσουζιά

γρυ[muokkaa]

γρυ - γρυλισμός - γρύλος - γρύπας

γυ[muokkaa]

γυα[muokkaa]

γυάλα - γυαλάδα - γυαλάδικο - γυαλάκιας - γυαλί - γυαλιά - γυαλικά - γυάλισμα - γυαλόχαρτο - γυάλωμα

γυλ[muokkaa]

γυλιός - γύλος

γυμ[muokkaa]

γύμναση - γυμνασιάρχης - γυμνασιάρχισσα - γυμνασίαρχος - γυμνάσιο - γυμνάσιον - γυμνασιόπαιδο - γύμνασις - γύμνασμα - γυμναστήριο - γυμναστής - γυμναστική - γυμνάστρια - γύμνια - γυμνισμός - γυμνιστής - γυμνίστρια - γυμνό - γυμνοπαιδία - γυμνοσάλιαγκας - γυμνόσπερμα - γυμνότης - γυμνότητα - γύμνωση - γύμνωσις

γυν[muokkaa]

γυναίκα - γυναικαδέλφη - γυναικάδελφος - γυναικάκι - γυναικάκιας - γυναικάρα - γυναικαρέσκεια - γυναικάς - γυναικοδουλειά - γυναικοθήρας - γυναικοκαβγάς - γυναικόκοσμος - γυναικοκρατία - γυναικολογία - γυναικολόγος - γυναικολόι - γυναικομάνι - γυναικόπαιδα - γυναικούλα - γυναικοφέρσιμο - γυναικωνίτης - γύναιο - γυνή

γυπ[muokkaa]

γυπάετος - γύπας

γυρ[muokkaa]

γύρα - γυρεοθήκη - γύρη - γυρίνος - γύρισμα - γυρισμός - γυροβολιά - γυρολόγος - γυροπλάνο - γύρος - γυροσκόπιο - γυροφούστανο

γυφ[muokkaa]

γυφτάκι - γυφταριό - γυφτιά - γύφτισσα - γυφτοπούλα - γυφτόπουλο - γύφτος - γυφτουριά

γυψ[muokkaa]

γυψοκάμινος - γυψοκονία - γυψομάρμαρο - γύψος - γυψοσανίδα - γύψωμα - γύψωση - γύψωσις

γω[muokkaa]

γων[muokkaa]

γωνιά - γωνία - γωνίασμα - γώνιασμα - γωνιόλιθος - γωνιόμετρο - γωνιόμετρον - γωνίτσα - γωνίωμα

γωπ[muokkaa]

γώπα